-
1 συστροφή
συστροφ-ή, ἡ,4 pl., dealings, converse between men, Epicur. Sent.33.5 metaph. of style, terseness, concentration, D.H.Dem. 18, Th.53, Demetr.Eloc.8; concisely,PMag.Lond.
46.25.II that which is rolled into one mass: hence,1 collection, gathering, πλήθεος ς. Hdt.7.9.ά; seditious meeting, concourse, Plb. 4.34.6, Act.Ap.19.40; κατὰ συστροφάς in knots, D.H.5.31, etc.; μετὰ συστροφῆς in close array, D.S.11.8; also, swarm of bees, LXX Jd. 14.8 (v.l.); flock of birds, Artem.2.20; of other things,σ. δρυῶν D.Chr.1.52
.2 physical mass, aggregate, in pl., Epicur.Ep.1pp.25,28 U.; esp. morbid collection or deposit of tubercles, Hp.Art.41; αἱ περὶ τοὺς κονδύλους ς. chalk-stones, Dsc.1.30; σ. νεύρων a complication of nerves or sinews, Id.5.117, Eup.1.229;χάριν τοῦ.. τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ σ. τινος ἁπλοῦσθαι Sor.1.101
; Acut.(Sp.) 4; tumour, Plu.2.664f, Gal.15.773, Hp. ap. eund.19.143.4 συστροφή, with or without ὄμβρου, a sudden storm of rain, Plb.3.74.5, 11.24.9; σ. ἀνέμου, πνεύματος, whirlwind, Phryn.374, Thphr.Vent. 34, LXX Ho.4.19; νέφη καὶ ς. Antig.Mir.40.5 of stars, νεφελοειδὴς ς., = nebula, Heph.Astr.1.3, cf. Ptol.Tetr. 149 (pl.), Alm.7.5, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστροφή
-
2 σκιάζω
V 6-2-2-3-3=16 Ex 38,8(37,9); Nm 9,18.22; 10,36(34); 24,6to overshadow Nm 9,18; to overshadow, to cover Ex 38,8(37,9); to shade, to shelter from [ἀπό τινος] Jon 4,6νάπαι σκιάζουσαι shady valleys Nm 24,6*2 Sm 20,6 καὶ σκιάσει (τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν) and he shall overshadow or he shall blind (the eyes)?-צלל for MT (עיננו) והציל נצל and he shall snatch away (our eyes)?, cpr. Jon 4,6; *Jb 36,28 ἐσκίασεν(νέφη) (clouds) overshadowed-(חקיםשׁ) יצלו for MT (חקיםשׁ) יזלו pour downCf. DRIVER, G. 1962 134-135(2 Sm 20,6); LE BOULLUEC 1989, 364; LEE, J. 1983, 50(→ἐπισκιάζω, συ-,,)
См. также в других словарях:
Μαγγελάνου, Νέφη — Δύο σχετικά μικροί γαλαξίες που είναι κοντινοί γείτονες (δορυφόροι) του Γαλαξία μας. Τα Ν.Μ. είναι ορατά με γυμνό μάτι με τη μορφή φωτεινών νεφών, αλλά βρίσκονται κοντά στον νότιο ουράνιο πόλο (απόκλιση περίπου 69° και 73°) και γι’ αυτό είναι… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
Αγέλαος — (3ος αι. π.Χ.).Στρατηγός της Αιτωλικής Συμπολιτείας από τη Ναύπακτο, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του. Ίσως όμως να υπήρξε ικανότερος ως διπλωμάτης: το έτος 220 πέτυχε να συνάψει με τον Σκερδελαϊδα, βασιλιά των Ιλλυριών,… … Dictionary of Greek
ξανοίγω — ξάνοιξα, ξανοίχτηκα, ξανοιγμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι διάπλατα, απλώνω: Ξάνοιξε το μαλλί να στεγνώσει. 2. μτφ., ανοίγω, χαράζω, δημιουργώ: Ξάνοιξε καινούριους δρόμους στην επιστήμη. 3. βλέπω, διακρίνω: Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραζώννυμι — και παραζωννύω Α 1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέση («ξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.) 2. (για νέφη) καλύπτω («ὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
χαλάζι — Ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που αποτελείται από κόκκους πάγου, συνήθως σφαιροειδείς, με διάμετρο που ποικίλλει από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά του μέτρου. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια καταιγίδων και καμιά φορά συνοδεύεται από… … Dictionary of Greek